-
1 πρόνοια
A perceiving beforehand, foresight, foreknowledge,τοὖπος τὸ θεοπρόπον τᾶς παλαιφάτου π. S.Tr. 823
(lyr.);προνοίαισι τοῦ πεπρωμένου A.Ag. 684
(lyr.).2 = πρόγνωσις 11.b, Hp. ap.Gal.18 (2).8.II foresight, forethought,ἐπῄνεσ'.. πρόνοιαν ἣν ἔθου S.Aj. 536
;π. δ' ἐστὶν οὐδενὸς σαφής Id.OT 978
; προνοίας οὕνεκα so far as foresight, caution is required, Id.Ph. 774, cf.El. 1015; with forethought, purposely,Hdt.
1.120, 159, etc.; opp. κατὰ τύχην, Id.8.87, cf. Antipho 5.21, Lys.26.19, Pl.Phdr. 241e; ἀπὸ προνοίας τινῶν by their precautions, Th.8.95;τὴν π. τὴν ές ἡμέας ἔχουσαν Hdt. 8.144
; προνοίᾳ τῶν συγγενῶν, φίλων, τῆς πόλεως, by care for.., And.1.56; esp. of crimes committed with design or malice prepense, ἐκ προνοίας τραῦμα, ἐκ π. φόνοι, Aeschin.3.212, Din.1.6, etc.;ἐκ π. ἀποθνῄσκειν Antipho 1.22
, cf. Lys.3.28; τὰ ἐκ π., opp. ἀκούσια, Arist.Pol. 1300b26; so οὐδεμία π. ἐστι τραύματος no intention of wounding, Lys.3.41; πρόνοιαν ἔχειν (or ἴσχειν) τινός to take thought for.., show care for.., E.Alc. 1061, Th.2.89, etc.;περί τινος S.Ant. 283
;ὑπέρ τινος Isoc.16.9
;ἡ τοῦ χόρτου π. PFlor.131.7
(iii A. D.), cf. 148.2 (iii A. D.): c. inf., πολλὴν π. εἶχεν εὐσχήμως (fort. εὐσχήμων) ; πολλὴν π. ἔχειν μέλλοντας.. to be ware of doing a thing, Antipho 5.91;π. ποιεῖσθαί τινος D.21.97
, etc.: pl., X.Oec.7.38.2 providence,τοῦ θείου ἡ π. Hdt.3.108
; ;θεία π. E.Ph. 637
(troch.);πρόνοιαι θεῶν Pl.Ti. 44c
: abs., divine providence,προνοίας ἔργῳ X.Mem.1.4.6
, etc., cf.Zeno Stoic.1.44, Cleanth.ib.121, Chrysipp. ib.2.168, al. ( περὶ προνοίας as title of one of his works, ib.3.203).3 Pythag. name for five, Theol.Ar.31.III Πρόνοια Ἀθηνᾶ Athena as goddess of Forethought, under which name she was worshipped at Delphi, D.25.34, D.S.11.14, Parth.25, Paus.10.8.6, Plu.2.825b, Jul.Or.4.149b, etc.; at Delos acc. to Macr.Sat.1.17.55, cf. Aristid.1.97 J., Or.37(2).26; alsoἸουλία θεὰ Σεβαστὴ Π. IG3.461
: this name of Athena, which is guaranteed by the context in D., Aristid., Jul., Macr. Il. cc., seems to have been a distortion of the name Προναία or Προνᾴα (v.πρόναος 1
), but πρόνοια is f.l. for Προναία (or Προνᾴα ) in Aeschin. (v.πρόναος 1
), and D.S., Parth., Paus., Plu. Il. cc. shd. perh. be corrected.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόνοια
См. также в других словарях:
πρόνοια — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προνοίη Α [πρόνους] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προνοώ, η εκ τών προτέρων σκέψη, η πρόβλεψη (α. «είχε την πρόνοια να μην τό διακινδυνεύσει» β. «οὐ τῇ ἐμῇ προνοίᾳ μᾱλλον ἐγίγνετο ἢ τύχῃ», Αντιφ.) 2. σύνεση, περίσκεψη 3 … Dictionary of Greek
Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… … Dictionary of Greek
επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Τίρυνθα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Ναυπλίας, του νομού Αργολίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νέας Τίρυνθας. Στην Τ. άκμασε στην αρχαιότητα ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του μυκηναϊκού κόσμου και ειδικότερα της Αργολίδας, τα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
«АРЕОПАГИТИКИ» — [лат. Сorpus Areopagiticum Ареопагитский корпус], собрание богословских текстов на греч. языке, приписывавшееся св. Дионисию Ареопагиту. Проблема авторства Сборник, получивший название «А.», до нач. VI в. не был известен. Впервые вслед за Севиром … Православная энциклопедия
АФИНА ПАЛЛАДА — • Παλλὰς Άθήνη, Άθηναίη, Άθηνα̃, дочь сильного отца (Όβριμοπάτρη, Ноm. Od. 1, 101), Зевса, не имевшая матери. Гесиод (Hesiod. theog. 886 слл. ср. Hom. hymn. 28. ει̉ς Άθηνα̃ν) говорит, что она родилась из головы Зевса, после того как… … Реальный словарь классических древностей